κολληεις

κολληεις
    κολλήεις
    -ήεσσα -ῆεν крепко сбитый, сколоченный
    

(ξυστά Hom.; ἅρματα Hes.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κολληεις" в других словарях:

  • κολλήεις — κολλήεις, εσσα, εν (Α) [κόλλα] συγκολλημένος, ενωμένος με κόλλα …   Dictionary of Greek

  • κολλήεις — glued together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλήεντα — κολλήεις glued together neut nom/voc/acc pl κολλήεις glued together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλήεντ' — κολλήεντα , κολλήεις glued together neut nom/voc/acc pl κολλήεντα , κολλήεις glued together masc acc sg κολλήεντι , κολλήεις glued together masc/neut dat sg κολλήεντε , κολλήεις glued together masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»